- παράθερμος
- -ον, Α1. πάρα πολύ θερμός2. μτφ. για πρόσ. θερμόαιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράθερμος — over hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράθερμον — παράθερμος over hot masc/fem acc sg παράθερμος over hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθέρμου — παράθερμος over hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράθερμα — παράθερμος over hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
παραθερμαίνω — ΝΑ [παράθερμος] (νεο ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω αρχ. 1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.) 2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι… … Dictionary of Greek